συνίστορες

συνίστορες
συνίστωρ
knowing along with
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυνίστορες — συνίστορες , συνίστωρ knowing along with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιδιαίοι — βιδιαῑοι και βίδεοι και βίδυοι (Α) πέντε άρχοντες της Σπάρτης που επόπτευαν τα γυμνάσια των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. του όρου είναι Fιδvιος < *Fıδ vσ ıoς < (μηδενισμένη βαθμίδα) Fιδ της ρίζας Fειδ της μτχ. ειδώς του παρακμ. με σημασία… …   Dictionary of Greek

  • συνίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἵστωρ] 1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.) 2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”